συμβολαιογραφικός

συμβολαιογραφικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που αναφέρεται στο συμβολαιογράφο: Συντάχτηκε συμβολαιογραφική πράξη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συμβολαιογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συμβολαιογράφο («συμβολαιογραφική αμοιβή») 2. αυτός που καταρτίζεται από συμβολαιογράφο («συμβολαιογραφική πράξη») 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συμβολαιογραφικά η αμοιβή τού συμβολαιογράφου για τη… …   Dictionary of Greek

  • νοδαρικός — ή, ό [νοδάρος] (για έγγραφο) αυτός που έχει συνταχθεί από νοδάρο, συμβολαιογραφικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”